- σφριγᾷν
- σφριγάωto be full to burstingpres inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφριγᾶν — σφριγάω to be full to bursting pres part act masc voc sg (doric aeolic) σφριγάω to be full to bursting pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σφριγάω to be full to bursting pres part act masc nom sg (doric aeolic) σφριγᾶ̱ν , σφριγάω to… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφριγώ — σφριγῶ, άω, ΝΜΑ είμαι γεμάτος σφρίγος, σφίζω από υγεία και σωματική δύναμη, είμαι σφριγηλός, ακμαίος, ρωμαλέος, ζωηρός μσν. αρχ. μτφ. (για λόγια αλλά και για δραστηριότητες) είμαι σφοδρός (α. «σφριγᾷ ὁ πόλεμος» μαίνεται ο πόλεμος, Θεοφύλ. β.… … Dictionary of Greek